ὑπολογιζομένη

ὑπολογιζομένη
ὑπολογίζομαι
take into account
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
ὑπολογίζομαι
take into account
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πωμήριον — τὸ, Α ιερή γραμμή, υπολογιζόμενη στα συμβολικά και όχι στα πραγματικά τείχη ή οχυρώματα τής Ρώμης, η οποία ήταν οριοθετημένη με λίθινους στύλους, τοποθετημένους κατά διαστήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pomoerium < post «πίσω» + moerus / murus… …   Dictionary of Greek

  • σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”